φωνηεντόληκτος

φωνηεντόληκτος
-η, -ο
(για λέξεις), αυτός που καταλήγει σε φωνήεν: Φωνηεντόληκτα ρήματα (που έχουν χαρακτήρα φωνήεν).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φωνηεντόληκτος — η, ο, Ν 1. γλωσσ. (για λέξη) αυτός τού οποίου το θέμα λήγει σε φωνήεν 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φωνηεντόληκτα (γλωσσ. γραμμ.) α) κατηγορία τών τριτόκλιτων ουσιαστικών τής Αρχαίας Ελληνικής τών οποίων το θέμα λήγει σε φωνήεν, δηλαδή έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”